Ουσιαστικό

επεξεργασία

hoard (en)

  1. κρυμμένο απόθεμα ή κεφάλαιο
  2. (αρχαιολογία) θαμμένος ή κρυμμένος θησαυρός
     συνώνυμα: trove

hoard (en)