↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παθοφυσιολογία οι παθοφυσιολογίες
      γενική της παθοφυσιολογίας των παθοφυσιολογιών
    αιτιατική την παθοφυσιολογία τις παθοφυσιολογίες
     κλητική παθοφυσιολογία παθοφυσιολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παθοφυσιολογία < πάθ(ος) + -ο- φυσιολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παθοφυσιολογία θηλυκό

  1. η φυσιοπαθολογία, η λειτουργία του οργανισμού όταν προσβάλλεται από κάποια νόσο, η παθολογική φυσιολογία
  2. η μελέτη και έρευνα των αλλαγών που παρατηρούνται στον οργανισμό όταν αυτός προσβάλλεται από κάποια νόσο ή όταν γενικά παρουσιάζει κάποια διαταραχή η φυσιολογική λειτουργία του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία