φυσιοπαθολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσιοπαθολογία | οι | φυσιοπαθολογίες |
γενική | της | φυσιοπαθολογίας | των | φυσιοπαθολογιών |
αιτιατική | τη | φυσιοπαθολογία | τις | φυσιοπαθολογίες |
κλητική | φυσιοπαθολογία | φυσιοπαθολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφυσιοπαθολογία θηλυκό
- η παθοφυσιολογία, η λειτουργία του οργανισμού όταν προσβάλλεται από κάποια νόσο, η παθολογική φυσιολογία
- η μελέτη και έρευνα των αλλαγών που παρατηρούνται στον οργανισμό όταν αυτός προσβάλλεται από κάποια νόσο ή όταν γενικά παρουσιάζει κάποια διαταραχή η φυσιολογική λειτουργία του
Συνώνυμα
επεξεργασία- παθοφυσιολογία (όρος που χρησιμοποιείται περισσότερο από της φυσιοπαθολογίας)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσιοπαθολογία
|