παθοφυσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθοφυσιολογικός < παθοφυσιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαθοφυσιολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παθοφυσιολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία παθοφυσιολογικός
|
παθοφυσιολογικός, -ή, -ό
|