ουχρονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουχρονία (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική uchronie < αρχαία ελληνική οὐ + αρχαία ελληνική χρόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουχρονία θηλυκό
- (κινηματογράφος, λογοτεχνία) κατηγορία έργων που γράφουν διαφορετικά την ιστορία βασιζόμενα στην μετατροπή ενός γεγονότος του παρελθόντος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουχρονία