ukronio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ukronio | ukronioj |
αιτιατική | ukronion | ukroniojn |
ukronio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ukronio | ukronioj |
αιτιατική | ukronion | ukroniojn |
ukronio (eo)