↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργουελικός η οργουελική το οργουελικό
      γενική του οργουελικού της οργουελικής του οργουελικού
    αιτιατική τον οργουελικό την οργουελική το οργουελικό
     κλητική οργουελικέ οργουελική οργουελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργουελικοί οι οργουελικές τα οργουελικά
      γενική των οργουελικών των οργουελικών των οργουελικών
    αιτιατική τους οργουελικούς τις οργουελικές τα οργουελικά
     κλητική οργουελικοί οργουελικές οργουελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οργουελικός < Τζωρτζ Όργουελ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Orwellian)

  Επίθετο

επεξεργασία

οργουελικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με τον Τζωρτζ Όργουελ ή αναφέρεται σ' αυτόν και το έργο του
  2. (πολιτική) που αναφέρεται σε ολοκληρωτικές ή απολυταρχικές καταστάσεις ή πρακτικές

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία