οργουελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργουελικός < Τζωρτζ Όργουελ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Orwellian)
Επίθετο
επεξεργασίαοργουελικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με τον Τζωρτζ Όργουελ ή αναφέρεται σ' αυτόν και το έργο του
- (πολιτική) που αναφέρεται σε ολοκληρωτικές ή απολυταρχικές καταστάσεις ή πρακτικές