οπισθότονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπισθότονος | οι | οπισθότονοι |
γενική | του | οπισθότονου & οπισθοτόνου |
των | οπισθότονων & οπισθοτόνων |
αιτιατική | τον | οπισθότονο | τους | οπισθότονους & οπισθοτόνους |
κλητική | οπισθότονε | οπισθότονοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπισθότονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθότονος (επίθετο ή ουσιαστικό) & λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική opisthotonos ή γαλλική < λατινική opisthotonus (γραμμένο και στα ελληνικά) < αρχαία ελληνική ὀπισθότονος.[1]
- Μορφολογικά αναλύεται σε opistho- (οπισθό- < αρχαία ελληνική ὄπισθεν) + -tonos (-τονος < αρχαία ελληνική τόνος = τέντωμα) [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.piˈsθo.to.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθό‐το‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπισθότονος αρσενικό
- (ιατρική) σύσπαση, σπασμός του αυχένα και της ράχης του ανθρώπου, που έχει ως αποτέλεσμα να κάμπτει την κεφαλή του προς τα πίσω και να δίνει στη σπονδυλική στήλη σχήμα τόξου· παρατηρείται ως σύμπτωμα στον τέτανο και τη μηνιγγίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπισθότονος
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2203.