Δείτε επίσης: ὀπισθότονος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπισθότονος οι οπισθότονοι
      γενική του οπισθότονου
οπισθοτόνου
των οπισθότονων
οπισθοτόνων
    αιτιατική τον οπισθότονο τους οπισθότονους
οπισθοτόνους
     κλητική οπισθότονε οπισθότονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άτομο με σύμπτωμα οπισθότονου
(Γκραβούρα από το βιβλίο του Sir Charles Bell Essays on the Anatomy and Philosophy of Expression, ²1824)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπισθότονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθότονος (επίθετο ή ουσιαστικό) & λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική opisthotonos ή γαλλική < λατινική opisthotonus (γραμμένο και στα ελληνικά) < αρχαία ελληνική ὀπισθότονος.[1]
Μορφολογικά αναλύεται σε opistho- (οπισθό- < αρχαία ελληνική ὄπισθεν) + -tonos (-τονος < αρχαία ελληνική τόνος = τέντωμα) [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.piˈsθo.to.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθό‐το‐νος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπισθότονος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Για τις δότριες γλώσσες, (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2203.