ονειροκρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ονειροκρίτης < (ελληνιστική κοινή) ὀνειροκρίτης < αρχαία ελληνική ὄνειρον / ὄνειρος + κριτής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαονειροκρίτης αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερμηνευτής