Δείτε επίσης: ονειροκρίτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀνειροκρίτης οἱ ὀνειροκρίται
      γενική τοῦ ὀνειροκρίτου τῶν ὀνειροκριτῶν
      δοτική τῷ ὀνειροκρίτ τοῖς ὀνειροκρίταις
    αιτιατική τὸν ὀνειροκρίτην τοὺς ὀνειροκρίτᾱς
     κλητική ! ὀνειροκρίτ ὀνειροκρίται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνειροκρίτ
γεν-δοτ τοῖν  ὀνειροκρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνειροκρίτης < ὄνειρ(ος) + -ο- + κριτής (< κρίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀνειροκρίτης [ῐ] αρσενικό (θηλυκό ὀνειροκρίτις)

  Πηγές επεξεργασία