Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dream dreams

dream (en)

ενεστώτας dream
γ΄ ενικό ενεστώτα dreams
αόριστος dreamed
παθητική μετοχή dreamed
ενεργητική μετοχή dreaming

dream (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ονειρεύομαι, φαντάζομαι κάτι που θα ήθελα να συμβεί
    ⮡  We were dreaming of a big family.
    Ονειρευόμασταν μια μεγάλη οικογένεια.
    ⮡  I was dreaming about it ever since I was little.
    Το ονειρευόμουν από τότε που ήμουν μικρή!