dream
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dream | dreams |
dream (en)
- το όνειρο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dreams |
αόριστος | dreamed |
παθητική μετοχή | dreamed |
ενεργητική μετοχή | dreaming |
dream (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ονειρεύομαι, φαντάζομαι κάτι που θα ήθελα να συμβεί
- ⮡ We were dreaming of a big family.
- Ονειρευόμασταν μια μεγάλη οικογένεια.
- ⮡ I was dreaming about it ever since I was little.
- Το ονειρευόμουν από τότε που ήμουν μικρή!
- ⮡ We were dreaming of a big family.