↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόγονος η ομόγονη το ομόγονο
      γενική του ομόγονου της ομόγονης του ομόγονου
    αιτιατική τον ομόγονο την ομόγονη το ομόγονο
     κλητική ομόγονε ομόγονη ομόγονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόγονοι οι ομόγονες τα ομόγονα
      γενική των ομόγονων των ομόγονων των ομόγονων
    αιτιατική τους ομόγονους τις ομόγονες τα ομόγονα
     κλητική ομόγονοι ομόγονες ομόγονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομόγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμόγονος (συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -γονος) ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική homogonous)

  Επίθετο

επεξεργασία

ομόγονος -η, -ο

  1. συγγενής
  2. που έχει γεννηθεί ταυτόχρονα
  3. (βοτανική) φυτά που έχουν άνθη, τα οποία έχουν στήμονες και ύπερους, είναι δηλαδή αρσενικά και θηλυκά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία