ομόγονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόγονος | η | ομόγονη | το | ομόγονο |
γενική | του | ομόγονου | της | ομόγονης | του | ομόγονου |
αιτιατική | τον | ομόγονο | την | ομόγονη | το | ομόγονο |
κλητική | ομόγονε | ομόγονη | ομόγονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόγονοι | οι | ομόγονες | τα | ομόγονα |
γενική | των | ομόγονων | των | ομόγονων | των | ομόγονων |
αιτιατική | τους | ομόγονους | τις | ομόγονες | τα | ομόγονα |
κλητική | ομόγονοι | ομόγονες | ομόγονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμόγονος (συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -γονος) ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική homogonous)
Επίθετο
επεξεργασίαομόγονος -η, -ο
- συγγενής
- που έχει γεννηθεί ταυτόχρονα
- (βοτανική) φυτά που έχουν άνθη, τα οποία έχουν στήμονες και ύπερους, είναι δηλαδή αρσενικά και θηλυκά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοτανική
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .