Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομογονία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ομογονί
α
οι
ομογονί
ες
γενική
της
ομογονί
ας
των
ομογονι
ών
αιτιατική
την
ομογονί
α
τις
ομογονί
ες
κλητική
ομογονί
α
ομογονί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομογονία
<
ομόγονος
+
-ία
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
homogony
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομογονία
θηλυκό
(
βοτανική
) η
ιδιότητα
του
ομόγονου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομογονία
αγγλικά
:
homogony
(en)