ολοφανής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολοφανής | η | ολοφανής | το | ολοφανές |
γενική | του | ολοφανούς | της | ολοφανούς | του | ολοφανούς |
αιτιατική | τον | ολοφανή | την | ολοφανή | το | ολοφανές |
κλητική | ολοφανή(ς) | ολοφανής | ολοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολοφανείς | οι | ολοφανείς | τα | ολοφανή |
γενική | των | ολοφανών | των | ολοφανών | των | ολοφανών |
αιτιατική | τους | ολοφανείς | τις | ολοφανείς | τα | ολοφανή |
κλητική | ολοφανείς | ολοφανείς | ολοφανή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ολοφανής < καθαρεύουσα ὁλοφανής, ολο- + -φανής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ολοφανής
- (λόγιο) ολοφάνερος, που φαίνεται ολόκληρος
- (λόγιο, παρωχημένο) φωτισμός ομοιόμορφος προς μία συγκεκριμένη κατευθύνση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολοφανής
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.