Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοπαγής η ολοπαγής το ολοπαγές
      γενική του ολοπαγούς* της ολοπαγούς του ολοπαγούς
    αιτιατική τον ολοπαγή την ολοπαγή το ολοπαγές
     κλητική ολοπαγή(ς) ολοπαγής ολοπαγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοπαγείς οι ολοπαγείς τα ολοπαγή
      γενική των ολοπαγών των ολοπαγών των ολοπαγών
    αιτιατική τους ολοπαγείς τις ολοπαγείς τα ολοπαγή
     κλητική ολοπαγείς ολοπαγείς ολοπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοπαγής < όλος + -ο- + πάγος + --ής

  Επίθετο επεξεργασία

ολοπαγής

  1. που έχει παγώσει τελείως
  2. που έχει πήξει τελείως
  3. που σε όλη του την μάζα είναι συμπαγής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία