ολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολισμός | οι | ολισμοί |
γενική | του | ολισμού | των | ολισμών |
αιτιατική | τον | ολισμό | τους | ολισμούς |
κλητική | ολισμέ | ολισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Holismus < αρχαία ελληνική ὅλος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαολισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία (και η αντίστοιχη πρακτική) που δίνει προτεραιότητα στο όλον σε σχέση με το μέρος και πιστεύει πως το όλον είναι αξιολογικά ανώτερο σε σχέση με το άθροισμα των επιμέρους. Η θεωρία υποστηρίζει ότι τα μέρη ενός συνόλου αλληλοσυνδέονται με τέτοιο τρόπο που η προσέγγιση, κατανόηση και ερμηνεία τους είναι δυνατές μόνο μέσω της αναφοράς στο σύνολο (στο όλον).