Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιστικός η ολιστική το ολιστικό
      γενική του ολιστικού της ολιστικής του ολιστικού
    αιτιατική τον ολιστικό την ολιστική το ολιστικό
     κλητική ολιστικέ ολιστική ολιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιστικοί οι ολιστικές τα ολιστικά
      γενική των ολιστικών των ολιστικών των ολιστικών
    αιτιατική τους ολιστικούς τις ολιστικές τα ολιστικά
     κλητική ολιστικοί ολιστικές ολιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holistic < holism (ολισμός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ολιστικός, -ή, -ό

  1. (γενικότερα, φιλοσοφία) που σχετίζεται με τον ολισμό
  2. (ειδικότερα, ιατρική) ολιστική ιατρική: που σχετίζεται με τη θεώρηση σύμφωνα με την οποία η θεραπεία της ασθένειας ενός ατόμου και, συνεπώς, η διατήρηση της σωματικής υγείας ευρύτερα, πρέπει να επιτυγχάνεται λαμβάνοντας υπόψη ψυχικούς και κοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με το άτομο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία