Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγοδίαιτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολιγοδίαιτ
ος
η
ολιγοδίαιτ
η
το
ολιγοδίαιτ
ο
γενική
του
ολιγοδίαιτ
ου
της
ολιγοδίαιτ
ης
του
ολιγοδίαιτ
ου
αιτιατική
τον
ολιγοδίαιτ
ο
την
ολιγοδίαιτ
η
το
ολιγοδίαιτ
ο
κλητική
ολιγοδίαιτ
ε
ολιγοδίαιτ
η
ολιγοδίαιτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολιγοδίαιτ
οι
οι
ολιγοδίαιτ
ες
τα
ολιγοδίαιτ
α
γενική
των
ολιγοδίαιτ
ων
των
ολιγοδίαιτ
ων
των
ολιγοδίαιτ
ων
αιτιατική
τους
ολιγοδίαιτ
ους
τις
ολιγοδίαιτ
ες
τα
ολιγοδίαιτ
α
κλητική
ολιγοδίαιτ
οι
ολιγοδίαιτ
ες
ολιγοδίαιτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολιγοδίαιτος
<
ελληνιστική κοινή
ὀλιγοδίαιτος
<
αρχαία ελληνική
ὀλίγος
+
-δίαιτος
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγοδίαιτος
που
ζει
με
λίγα
, που
αρκείται
στα
λίγα
≈
συνώνυμα
:
λιτοδίαιτος
που
τρώει
λίγο
≈
συνώνυμα
:
λιγόφαγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγοδίαιτος