Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκαύλωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεκαύλωτ
ος
η
ξεκαύλωτ
η
το
ξεκαύλωτ
ο
γενική
του
ξεκαύλωτ
ου
της
ξεκαύλωτ
ης
του
ξεκαύλωτ
ου
αιτιατική
τον
ξεκαύλωτ
ο
την
ξεκαύλωτ
η
το
ξεκαύλωτ
ο
κλητική
ξεκαύλωτ
ε
ξεκαύλωτ
η
ξεκαύλωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεκαύλωτ
οι
οι
ξεκαύλωτ
ες
τα
ξεκαύλωτ
α
γενική
των
ξεκαύλωτ
ων
των
ξεκαύλωτ
ων
των
ξεκαύλωτ
ων
αιτιατική
τους
ξεκαύλωτ
ους
τις
ξεκαύλωτ
ες
τα
ξεκαύλωτ
α
κλητική
ξεκαύλωτ
οι
ξεκαύλωτ
ες
ξεκαύλωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκαύλωτος
< ρηματικό επίθετο σε
-τος
του ρήματος
ξεκαυλώνω
Επίθετο
επεξεργασία
ξεκαύλωτος
, ο μη βρισκόμενος σε
στύση
, χαλαρό
πέος
(
μεταφορικά
)
ξενέρωτος
,
ανιαρός
,
μαλθακός
,
φλώρος
,
βαρετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
fallacid
(en)