νοσηλευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσηλευόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα νοσηλεύμαι
Μετοχή
επεξεργασίανοσηλευόμενος, -η, -ο
- που νοσηλεύεται σε ιδιωτική κλινική ή κρατικό νοσοκομείο, καθώς νοσηλεύεται, ενώ νοσηλεύεται
- Οι νοσηλευόμενοι ασθενείς της Γ΄ Χειρουργικής μεταφέρθηκαν στην Α΄ Χειρουργική γιατί γίνονται επισκευές στα χειρουργεία της Γ΄
Συγγενικά
επεξεργασία- νοσηλευμένος: εκείνος που έχει νοσηλευθεί στο παρελθόν