νοσηλευόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίανοσηλευόμενων και νοσηλευομένων
- γενική πληθυντικού του νοσηλευόμενος
- γενική πληθυντικού του νοσηλευόμενη και νοσηλευομένη
- γενική πληθυντικού του νοσηλευόμενο
νοσηλευόμενων και νοσηλευομένων