νομενκλατούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νομενκλατούρα | οι | νομενκλατούρες |
γενική | της | νομενκλατούρας | — | |
αιτιατική | τη | νομενκλατούρα | τις | νομενκλατούρες |
κλητική | νομενκλατούρα | νομενκλατούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νομενκλατούρα < (άμεσο δάνειο) ρωσική номенклатура (nomenklatúra) < λατινική nomenclatura < nomenclator < nomen + calo
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομενκλατούρα θηλυκό
- ονοματολογία, ονοματοδοσία
- κατάλογος ονομάτων αξιωματούχων στα σοσιαλιστικά καθεστώτα
- (κατ' επέκταση) η προνομιούχα κοινωνική τάξη των αξιωματούχων, ιδίως στα σοσιαλιστικά καθεστώτα
- κομματική/συνδικαλιστική νομενκλατούρα
- (μειωτικά) στελέχη που νέμονται αξιώματα, προνόμια και διευκολύνσεις
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νομενκλατούρα
|