Ετυμολογία 1

επεξεργασία
calo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)

calo

  1. καλώ
  2. αναγγέλλω επισήμως

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
calo < cala

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

calo αρσενικό

  1. στρατιωτικός δούλος (που μεταφέρει τον οπλισμό των στρατιωτών)
      Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: σκευοφόρος
  2. (οποιοσδήποτε) δούλος
  3. είδος υποδήματος
      Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: κόθορνος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική calo calonēs
γενική calonis calonum
δοτική calonī calonibus
αιτιατική calonem calonēs
κλητική calo calonēs
αφαιρετική calone calonibus
(γ' κλίση)