σκευοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
σκευοφόρος < αρχαία ελληνική σκευοφόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκευοφόρος θηλυκό
- σιδηροδρομικό βαγόνι κατάλληλο για τη μεταφορά αποσκευών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκευοφόρος