κόθορνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόθορνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόθορνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόθορνος αρσενικό
- (υπόδηση, ιστορία) αρχαίο είδος μπότας με χοντρή σόλα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και ταίριαζε και στα δυο πόδια
- ↪ οι ηθοποιοί στην αρχαία τραγωδία φορούσαν κοθόρνους για να φαίνονται ψηλότεροι και επιβλητικότεροι
- (ειρωνικό) παπούτσι με τεράστιο πέλμα ή φιάπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κόθορνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κόθορνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόθορνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.