номенклатура
Ρωσικά (ru)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- номенклатура < λατινική nomenclatura < nomenclator < nomen + calo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nɐmʲɪnklɐˈturə/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαноменклатура (ru) (nomenklatúra) θηλυκό
номенклатура (ru) (nomenklatúra) θηλυκό