νιόβγαλτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɲo.vɣal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νιό‐βγαλ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
νιόβγαλτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) που πρόσφατα άρχισε κάτι, που δεν έχει πολλές εμπειρίες ακόμη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιόβγαλτος
|