↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηριτικός η νηριτική το νηριτικό
      γενική του νηριτικού της νηριτικής του νηριτικού
    αιτιατική τον νηριτικό τη νηριτική το νηριτικό
     κλητική νηριτικέ νηριτική νηριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηριτικοί οι νηριτικές τα νηριτικά
      γενική των νηριτικών των νηριτικών των νηριτικών
    αιτιατική τους νηριτικούς τις νηριτικές τα νηριτικά
     κλητική νηριτικοί νηριτικές νηριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηριτικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική neritic < νεολατινική Nerita (ταξινομικό γένος) < λατινική nerita < αρχαία ελληνική νηρίτ(ης) (είδος θαλάσσιου κοχυλιού) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ni.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νη‐ρι‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

νηριτικός

  • (ωκεανογραφία, γεωλογία) που αναφέρεται στη νηριτική ζώνη
    ※  […] τμήμα της υφαλοκρηπίδας του ηπειρωτικού περιθωρίου συμπαρασυρόμενο από την αρχόμενη βύθιση της ωκεάνιας λιθόσφαιρας, βυθίζεται κι αυτή σε μεγαλύτερα βάθη με αποτέλεσμα πάνω στα παλιά νηριτικά ιζήματα της υφαλοκρηπίδας να αποθέτονται ιζήματα πελαγικά-βαθιάς θάλασσας της περιφερειακής τάφρου που δημιουργείται κατά μήκος του τόξου της βύθισης. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξηγείται η παρατηρούμενη μερικές φορές γεωλογική εικόνα υπαίθρου, με ιζήματα βαθιάς θάλασσας υπερκείμενα ομαλά νηριτικών.
    Μουντράκης, Δημοσθένης(@auth.gr) Συνοπτική γεωτεκτονική εξέλιξη του ευρύτερου ελληνικού χώρου ιστοσελίδα, Τμήμα Γεωλογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κεφάλαιο 1ο, πρόσβαση:2023.03.11.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.