Δείτε επίσης: Νηρίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νηρῑτα-
ονομαστική νηρίτης οἱ νηρῖται
      γενική τοῦ νηρίτου τῶν νηριτῶν
      δοτική τῷ νηρίτ τοῖς νηρίταις
    αιτιατική τὸν νηρίτην τοὺς νηρίτᾱς
     κλητική ! νηρῖτ νηρῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νηρίτ
γεν-δοτ τοῖν  νηρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηρίτης, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • με βραχύ γιώτα, όπως στον πληθυντικό νηρίται, σημασία: μεγάλοι στον Ησύχιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία