νευροκαβαλίκεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροκαβαλίκεμα < νεύρο + -ο- + καβαλίκεμα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανευροκαβαλίκεμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (οικείο) μπέρδεμα ή μετατόπιση κάποιων τενόντων ή μυών, απ’ τα οποία προκαλείται οξύς πόνος