Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροκαβαλίκεμα τα νευροκαβαλικέματα
      γενική του νευροκαβαλικέματος των νευροκαβαλικεμάτων
    αιτιατική το νευροκαβαλίκεμα τα νευροκαβαλικέματα
     κλητική νευροκαβαλίκεμα νευροκαβαλικέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροκαβαλίκεμα < νεύρο + -ο- + καβαλίκεμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.vɾo.ka.vaˈli.ke.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροκαβαλίκεμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία