Ετυμολογία

επεξεργασία
crampe < φραγκικά krampa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɑ̃p/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crampe crampes

crampe (fr) θηλυκό