Δείτε επίσης: ματάκι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυτάκι τα μυτάκια
      γενική
    αιτιατική το μυτάκι τα μυτάκια
     κλητική μυτάκι μυτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
To ψάρι μυτάκι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυτάκι < μύτ(η) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐τά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυτάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μύτη
    άλλες μορφές: μυτίτσα, μυτούλα
     αντώνυμα: μυτάρα, μύταρος, μύτος
  2. (ψάρι) εδώδιμο ψάρι (Diplodus puntazzo) της οικογένειας των Σπαρίδων της Μεσογείου και του ανατολικού Ατλαντικού
     συνώνυμα: ούγαινα, σουβλομύτης, χιόνα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη μύτη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία