μυτίτσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυτίτσα | οι | μυτίτσες |
γενική | της | μυτίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μυτίτσα | τις | μυτίτσες |
κλητική | μυτίτσα | μυτίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυτίτσα < μύτη + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυτίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του μύτη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυτίτσα
→ δείτε τη λέξη μυτούλα |