Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπόσικος η μπόσικη το μπόσικο
      γενική του μπόσικου της μπόσικης του μπόσικου
    αιτιατική τον μπόσικο την μπόσικη το μπόσικο
     κλητική μπόσικε μπόσικη μπόσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπόσικοι οι μπόσικες τα μπόσικα
      γενική των μπόσικων των μπόσικων των μπόσικων
    αιτιατική τους μπόσικους τις μπόσικες τα μπόσικα
     κλητική μπόσικοι μπόσικες μπόσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπόσικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική boş (κενός) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

μπόσικος, -η, -ο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία