Ετυμολογία

επεξεργασία
μπόσικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μπόσικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπόσικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπόσικα < επίθετο μπόσικος

  Επίρρημα

επεξεργασία

μπόσικα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία