πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μπούγιο
      γενική του μπούγιου
    αιτιατική το μπούγιο
     κλητική μπούγιο
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπούγιο < πιθανόν (άμεσο δάνειο) ιταλική buio (σκοτάδι, σύγχυση)[1] < λατινική burrus < αρχαία ελληνική πυρρός (σκουροκόκκινος) (πιθανό αντιδάνειο)[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπούγιο ουδέτερο

  1. μεγάλος όγκος, συνήθως ανθρώπων, συνωστισμός
    η διαδήλωση ήταν ένα μπούγιο ανθρώπων
     συνώνυμα: κοσμοσυρροή
  2. (μεταφορικά) κάτι που γίνεται για εντυπωσιασμό
    φέρε και τους φίλους σου για μπούγιο
      Από κει έμπαινε κ' έβγαινε το εμπόρευμα, χωρίς μπούγιο και φασαρία, σα να γινόταν λαθρεμπόριο. (Δημήτρης Χατζής, Σαμπεθάι Καμπιλής (Το τέλος της μικρής μας πόλης)
    έκφραση: κάνω μπούγιο
  3. (μεταφορικά) κάτι που γίνεται για πλάκα, για διασκέδαση[3]
  4. αναβρασμός, αναστάτωση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μπούγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)