μπούγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπούγιο | ||
γενική | του | μπούγιου | ||
αιτιατική | το | μπούγιο | ||
κλητική | μπούγιο | |||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπούγιο < πιθανόν (άμεσο δάνειο) ιταλική buio (σκοτάδι, σύγχυση)[1] < λατινική burrus < αρχαία ελληνική πυρρός (σκουροκόκκινος) (πιθανό αντιδάνειο)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbu.ʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐γιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπούγιο ουδέτερο
- μεγάλος όγκος, συνήθως ανθρώπων, συνωστισμός
- η διαδήλωση ήταν ένα μπούγιο ανθρώπων
- (μεταφορικά) κάτι που γίνεται για εντυπωσιασμό
- φέρε και τους φίλους σου για μπούγιο
- ※ Από κει έμπαινε κ' έβγαινε το εμπόρευμα, χωρίς μπούγιο και φασαρία, σα να γινόταν λαθρεμπόριο. (Δημήτρης Χατζής, Σαμπεθάι Καμπιλής (Το τέλος της μικρής μας πόλης)
- έκφραση: κάνω μπούγιο
- (μεταφορικά) κάτι που γίνεται για πλάκα, για διασκέδαση[3]
- αναβρασμός, αναστάτωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπούγιο
→ δείτε τις λέξεις κοσμοσυρροή και εντυπωσιασμός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπούγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)