μπογάζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
γενική | του | μπογαζιού | των | μπογαζιών |
αιτιατική | το | μπογάζι | τα | μπογάζια |
κλητική | μπογάζι | μπογάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπογάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boğaz + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπογάζι ουδέτερο (λαϊκότροπο) (& μπουγάζι)
- πορθμός
- στενό (θαλάσσιο) πέρασμα
- στενό, δίαυλος, μπούκα
- (άνεμος) ρεύμα αέρα που φυσάει σ' ένα στενό πέρασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπογάζι