μουφλούζης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουφλούζης | η | μουφλούζα | το | μουφλούζικο |
γενική | του | μουφλούζη | της | μουφλούζας | του | μουφλούζικου |
αιτιατική | τον | μουφλούζη | τη | μουφλούζα | το | μουφλούζικο |
κλητική | μουφλούζη | μουφλούζα | μουφλούζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουφλούζηδες | οι | μουφλούζες | τα | μουφλούζικα |
γενική | των | μουφλούζηδων | — | των | μουφλούζικων | |
αιτιατική | τους | μουφλούζηδες | τις | μουφλούζες | τα | μουφλούζικα |
κλητική | μουφλούζηδες | μουφλούζες | μουφλούζικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουφλούζης < μεσαιωνική ελληνική μουφλούζης < τουρκική müflis [1] < αραβική مفلس (muflis)
Επίθετο
επεξεργασίαμουφλούζης, -α, -ικο
- o αναξιόχρεος, ο χρεοκοπημένος, ο μπατίρης, ο αδέκαρος
- μουφλούζης έμπορος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μουφλούζης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας