μουφλουζεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουφλουζεύω < μουφλούζ(ης) + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίαμουφλουζεύω, αόρ.: μουφλούζεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) πτωχεύω, χρεοκοπώ], φαλιρίζω
- ⮡ Δυστυχώς μουφλουζέψαμε...
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουφλουζεύω | μουφλούζευα | θα μουφλουζεύω | να μουφλουζεύω | μουφλουζεύοντας | |
β' ενικ. | μουφλουζεύεις | μουφλούζευες | θα μουφλουζεύεις | να μουφλουζεύεις | μουφλούζευε | |
γ' ενικ. | μουφλουζεύει | μουφλούζευε | θα μουφλουζεύει | να μουφλουζεύει | ||
α' πληθ. | μουφλουζεύουμε | μουφλουζεύαμε | θα μουφλουζεύουμε | να μουφλουζεύουμε | ||
β' πληθ. | μουφλουζεύετε | μουφλουζεύατε | θα μουφλουζεύετε | να μουφλουζεύετε | μουφλουζεύετε | |
γ' πληθ. | μουφλουζεύουν(ε) | μουφλούζευαν μουφλουζεύαν(ε) |
θα μουφλουζεύουν(ε) | να μουφλουζεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουφλούζεψα | θα μουφλουζέψω | να μουφλουζέψω | μουφλουζέψει | ||
β' ενικ. | μουφλούζεψες | θα μουφλουζέψεις | να μουφλουζέψεις | μουφλούζεψε | ||
γ' ενικ. | μουφλούζεψε | θα μουφλουζέψει | να μουφλουζέψει | |||
α' πληθ. | μουφλουζέψαμε | θα μουφλουζέψουμε | να μουφλουζέψουμε | |||
β' πληθ. | μουφλουζέψατε | θα μουφλουζέψετε | να μουφλουζέψετε | μουφλουζέψτε | ||
γ' πληθ. | μουφλούζεψαν μουφλουζέψαν(ε) |
θα μουφλουζέψουν(ε) | να μουφλουζέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουφλουζέψει | είχα μουφλουζέψει | θα έχω μουφλουζέψει | να έχω μουφλουζέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μουφλουζέψει | είχες μουφλουζέψει | θα έχεις μουφλουζέψει | να έχεις μουφλουζέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μουφλουζέψει | είχε μουφλουζέψει | θα έχει μουφλουζέψει | να έχει μουφλουζέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουφλουζέψει | είχαμε μουφλουζέψει | θα έχουμε μουφλουζέψει | να έχουμε μουφλουζέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μουφλουζέψει | είχατε μουφλουζέψει | θα έχετε μουφλουζέψει | να έχετε μουφλουζέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουφλουζέψει | είχαν μουφλουζέψει | θα έχουν μουφλουζέψει | να έχουν μουφλουζέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουφλουζεύω
|