Ετυμολογία

επεξεργασία
μουφλουζεύω < μουφλούζ(ης) + -εύω

μουφλουζεύω, αόρ.: μουφλούζεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία