Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουφλουζέλης οι μουφλουζέληδες
      γενική του μουφλουζέλη των μουφλουζέληδων
    αιτιατική τον μουφλουζέλη τους μουφλουζέληδες
     κλητική μουφλουζέλη μουφλουζέληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουφλουζέλης < μουφλούζ(ης) + -έλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουφλουζέλης αρσενικό μουφλούζης

  • χαρακτηρισμός που αποδιδόταν προπολεμικά, και ιδιαίτερα στον Πειραιά, σε άτομο χρεωκοπημένο και γενικά ανεπρόκοπο, εξ ου και η έκφραση: "του μουφλούζη τα κατάντια"

  Μεταφράσεις επεξεργασία