μορφοκλασματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμορφοκλασματικός < μορφ(ή) + -ο- + κλασματικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fractal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moɾ.fo.kla.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φο‐κλα‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία- (μαθηματικά) που έχει σχέση με το μορφόκλασμα / φράκταλ (fractal) ή αναφέρεται σ’ αυτό
Εκφράσεις
επεξεργασία- μορφοκλασματική γεωμετρία
- μορφοκλασματικό σχήμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φράκταλ στη Βικιπαίδεια