Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
φράκταλ μαθηματικού συνόλου Julia[1]

  Ετυμολογία επεξεργασία

φράκταλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fractal < λατινική fractus (σπασμένος, θραυσμένος), τέλεια παθητική μετοχή του frangō (σπάω, θρυμματίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φράκταλ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία