↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονομεταλλισμός οι μονομεταλλισμοί
      γενική του μονομεταλλισμού των μονομεταλλισμών
    αιτιατική τον μονομεταλλισμό τους μονομεταλλισμούς
     κλητική μονομεταλλισμέ μονομεταλλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονομεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monométallisme < αρχαία ελληνική μόνος + μέταλλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονομεταλλισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία