μονομεταλλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονομεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monométallisme < αρχαία ελληνική μόνος + μέταλλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονομεταλλισμός αρσενικό
- (οικονομία) το νομισματικό σύστημα που βασίζεται στη χρήση / τιμή ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου (χρυσός, ασήμι κ.λπ.) ως προτύπου νομισματικής αξίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονομεταλλισμός