μονομεταλλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονομεταλλικός < μονομεταλλισμός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμονομεταλλικός
- που έχει σχέση με τον μονομεταλλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονομεταλλικός
μονομεταλλικός