↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρογονιμοποίηση οι μικρογονιμοποιήσεις
      γενική της μικρογονιμοποίησης* των μικρογονιμοποιήσεων
    αιτιατική τη μικρογονιμοποίηση τις μικρογονιμοποιήσεις
     κλητική μικρογονιμοποίηση μικρογονιμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικρογονιμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρογονιμοποίηση < μικρο- + γονιμοποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικρογονιμοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία