μικρογονιμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικρογονιμοποίηση | οι | μικρογονιμοποιήσεις |
γενική | της | μικρογονιμοποίησης* | των | μικρογονιμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μικρογονιμοποίηση | τις | μικρογονιμοποιήσεις |
κλητική | μικρογονιμοποίηση | μικρογονιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικρογονιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικρογονιμοποίηση < μικρο- + γονιμοποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικρογονιμοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) μέθοδος εξωσωματικής γονιμοποίησης σύμφωνα με την οποία γίνεται μικροεπεμβατική γονιμοποίηση του ωαρίου με την έγχυση ενός σπερματοζωαρίου μέσα στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικρογονιμοποίηση
|
Πηγές
επεξεργασία- μικρογονιμοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μικρογονιμοποίηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr