Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζωοσπερμία οι αζωοσπερμίες
      γενική της αζωοσπερμίας των αζωοσπερμιών
    αιτιατική την αζωοσπερμία τις αζωοσπερμίες
     κλητική αζωοσπερμία αζωοσπερμίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αζωοσπερμία < α- + ζωή + -ο- + -σπερμία (όπως πανσπερμία, λεκτική ρίζα: "σπέρμα") • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζωοσπερμία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία