σπερματέγχυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπερματέγχυση | οι | σπερματεγχύσεις |
γενική | της | σπερματέγχυσης* | των | σπερματεγχύσεων |
αιτιατική | τη | σπερματέγχυση | τις | σπερματεγχύσεις |
κλητική | σπερματέγχυση | σπερματεγχύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπερματεγχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπερματέγχυση < σπέρματ(ος) + έγχυση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερματέγχυση θηλυκό
- η έγχυση σπέρματος με τεχνητό τρόπο προκειμένου να επιτευχθεί η γονιμοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματέγχυση
|