υπογονιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογονιμότητα < υπογόνιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπογονιμότητα θηλυκό
- (ιατρική) η ιδιότητα ή η κατάσταση του υπογόνιμου
- Η υπογονιμότητα προσβάλλει το 10-15% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας, με τις μισές από τις περιπτώσεις να οφείλονται σε μειωμένη ικανότητα γονιμοποίησης των ανδρών. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη υπογόνιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπογονιμότητα
|