↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπογόνιμος η υπογόνιμη το υπογόνιμο
      γενική του υπογόνιμου της υπογόνιμης του υπογόνιμου
    αιτιατική τον υπογόνιμο την υπογόνιμη το υπογόνιμο
     κλητική υπογόνιμε υπογόνιμη υπογόνιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπογόνιμοι οι υπογόνιμες τα υπογόνιμα
      γενική των υπογόνιμων των υπογόνιμων των υπογόνιμων
    αιτιατική τους υπογόνιμους τις υπογόνιμες τα υπογόνιμα
     κλητική υπογόνιμοι υπογόνιμες υπογόνιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπογόνιμος < υπο- + γόνιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπογόνιμος, -η, -ο

  • (ιατρική) που δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει, ενώ έχει (συστηματικές) σεξουαλικές επαφές
    Η νέα μελέτη δίνει ελπίδα σε υπογόνιμους άνδρες ότι θα μπορέσουν να αποκτήσουν απογόνους. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία