μητάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μητάτος | οι | μητάτοι |
γενική | του | μητάτου | των | μητάτων |
αιτιατική | τον | μητάτο | τους | μητάτους |
κλητική | μητάτε | μητάτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μητάτος < μεσαιωνική ελληνική μητάτον < λατινική metatum, ουδέτερο του metatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος metor < meta < πρωτοϊταλική *mētā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μητάτος αρσενικό
- (ιδιωματικό) μικρό βοηθητικό αγροτικό οικοδόμημα με δώμα ιδιαίτερα διαδεδομένο στις Κυκλάδες όπου γεωργοί και κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν ως προσωρινό κατάλυμα και για διάφορες εργασίες (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- μητάτο (ουδέτερο) στην Κρήτη, διαφορετικής αρχιτεκτονικής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μιτάτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μητάτος
|
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)